«Τι λέει ρε Γιωργάκο; Κουρασμένο σε βλέπω». Η φωνή του συναδέλφου του ξύπνησε το Γιώργο που δούλευε μανιωδώς για να τελειώσει το τελευταίο project της εβδομάδας. Φυσικά και ήταν κουρασμένος, η ώρα ήταν 5 το απόγευμα και οι προηγούμενες πέντε μέρες δεν ήταν και οι πιο εύκολες. Στα 31 του, με ένα πτυχίο πληροφορικής και δύο μεταπτυχιακά, εργαζόταν ως προγραμματιστής και τον τελευταίο μήνα βαρούσε υπερωρίες σχεδόν καθημερινά. Τουλάχιστον ήταν Παρασκευή και σε λίγες ώρες θα συναντούσε το Μαράκι.
«Καλά είμαι, αν και είμαι στο τρέξιμο τελευταία..», απάντησε χωρίς πολύ ενθουσιασμό.
«Σε θέλει ο κ. Αντώνης. Αν μπορείς, άσε και αυτούς τους φακέλους στο γραφείο του», αποκρίθηκε ο συνάδελφος και επέστρεψε στο πόστο του. Ο κ. Αντώνης ήταν το νέο αφεντικό, λίγο μικρότερος του Γιώργου και μέχρι στιγμής αρκετά χαμογελαστός αν και αυστηρός. Πήρε παραμάζωμα τους φακέλους και ξεκίνησε για το ασανσέρ που θα τον πήγαινε στον έκτο.
Προχωρούσε σχεδόν μηχανικά – στη μικρή διαδρομή ως το γραφείο του αφεντικού το μυαλό του γυρνούσε γύρω από τη Μαρία. Ήτανε η τρίτη του σχέση, και μετά από 4 χρόνια μαζί σκεφτόταν να την παντρευτεί. Φαινόταν καλό κορίτσι, συνομήλικη, δασκάλα σε σχολείο, μελαχρινή και σχετικά εμφανίσιμη. Εξάλλου ήταν και η ηλικία τους πλέον. Τι κι αν τις τελευταίες μέρες περνούσαν μια ένταση και του είχε ζητήσει λίγο χρόνο να σκεφτεί; Την αγαπούσε! Θα βρισκόταν σήμερα, όπως είχανε πει, θα συζητούσαν και θα τον καταλάβαινε.
Πλησίασε διστακτικά την ξύλινη πόρτα που έγραφε το όνομα του κ. Αντώνη και από κάτω τις λέξεις «Τεχνικός Διευθυντής». Τι ωραίος τίτλος, σκέφτηκε, προτού ακουστεί από μέσα μια δυνατή φωνή: «Περάστε».
Όταν βγήκε από το γραφείο ήταν μεσ’ στα νεύρα. Κι άλλη μείωση στο μισθό του τους τελευταίους μήνες. Τη στιγμή που θυσιαζόταν για την εταιρεία, δούλευε σκληρά και έντιμα. Λες και αυτός δεν έχει υποχρεώσεις. Λες και δεν έχει ρεύματα, βενζίνες, ενοίκια, σουπερμαρκετ. Το μυαλό του πλημμύρισε με θυμό, θυμό και απογοήτευση. Οδήγησε ως το σπίτι με την καρδιά του να χτυπά στους 120 παλμούς, τις σκέψεις του να τον τρώνε και το χέρι του να κορνάρει συχνά-πυκνά στους άλλους οδηγούς, ως ένδειξη αγανάκτησης. «Μαλάκες όλοι τους» αναφώνησε μπαίνοντας μέσα και τρέχοντας στο μπάνιο. Σε 2 ώρες θα βρισκόταν με τη Μαρία. Τουλάχιστον αυτή θα τον καταλάβαινε. Τουλάχιστον με αυτή θα ξεχνιόταν..
Συναντηθήκανε σε μια πολυσύχναστη καφετέρια στο κέντρο. Χαιρετηθήκανε κάπως ψυχρά.
Το τι συζητήσανε ακριβώς δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Μονάχα ότι εκείνη, κάποια στιγμή, τον διέκοψε. «Κοίτα να δεις», του είπε «είσαι πολύ καλό παιδί, και σε εκτιμώ σαν χαρακτήρα». Συνέχισε λέγοντας πως έχει περάσει πολύ όμορφα μαζί του, πως είναι εξαίρετος άνθρωπος, αλλά πλέον δεν νιώθει όπως παλιά. Πως σκέφτηκε πολύ και θέλει να μείνουνε φίλοι, πως σίγουρα θα βρει κάποια άλλη και…
Για τον Γιώργο περάσανε ίσως τα πιο σημαντικά λεπτά της ζωής του.
Στην αρχή, έχασε τη Γη κάτω από τα πόδια του, το μυαλό του πάγωσε και το σώμα του μαζεύτηκε. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί, νόμιζε πως εκείνη ήταν διαφορετική. Κάθε χρόνο της έκανε δώρο στην επέτειό τους, την αγαπούσε, δεν την είχε απατήσει ποτέ, της μιλούσε κάθε μέρα, είχε παραμελήσει τους φίλους του για χάρη του, γιατί ξαφνικά εκείνη άλλαξε τόσο πολύ; Ένιωσε να πληγώνεται, η λύπη κυριάρχησε στα μάτια του, αναμνήσεις εμφανίζονταν στο κεφάλι του, δεν ήξερε πώς να αντιδράσει, για άλλη μια φορά.
Και τότε, χωρίς να ξέρει γιατί, δεν απάντησε, αλλά έμεινε για λίγο να ατενίζει το χάος και ύστερα σηκώθηκε και να φύγει. Έκλεισε την πόρτα πίσω του με δύναμη, θα περπάταγε ως το σπίτι του να ηρεμήσει.
Μια σειρά από σκέψεις περάσανε μπροστά στα μάτια του. Δεν ήξερε τι να νιώσει. Είχε όμως βαρεθεί. Είχε βαρεθεί να ξυπνάει κάθε πρωί και να τρέχει για τους άλλους για ένα βασικό μισθό και κάτι. Είχε βαρεθεί να κάνει σχέσεις τη μία μετά την άλλη και να καταλήγει στο τέλος χωρισμένος και μόνος. Είχε θυμώσει με όλους. Είχε βαρεθεί να είναι ο Γιωργάκος. Ο Γιωργάκος που τον είχε χωρίσει η Μαρία, και πριν η Γιώτα και πριν η Δέσποινα. Και στο κάτω κάτω της γραφής, τι έκανε λάθος; Πήγε σχολείο, σπούδασε, βρήκε μια δουλειά και ερωτεύτηκε. Όπως ακριβώς έπρεπε.
Και τότε το χάος στο κεφάλι του καθάρισε λίγο. «Όπως ακριβώς έπρεπε». Ίσως αυτό ήταν το λάθος του. Τι πάει να πει «έπρεπε»; Ποιος του είπε να βρει τη συγκεκριμένη δουλειά; Ποιος τον ανάγκασε να είναι μαζί με τη Μαρία;
Μα φυσικά, κανείς άλλος πέρα από τον εαυτό του. Εκείνος τα είχε διαλέξει και εκείνος λουζόταν τις συνέπειες. Από εδώ και πέρα όμως θα άλλαζε. Θα έψαχνε τι πρέπει να κάνει για να μην βρεθεί ξανά σε παρόμοιες καταστάσεις. Θα αναζητούσε απαντήσεις, ανθρώπους να τον κατευθύνουν. Δεν θα ξαναήταν ο μαλάκας που τον χωρίζει η γκόμενά του και του μειώνουν το μισθό. Θα έπαιρνε τη ζωή στα χέρια του. Όση προσπάθεια και να χρειαζόταν.
Είμαι σίγουρος ότι εκεί έξω υπάρχουν πάρα πολλές ιστορίες σαν του Γιώργου. Σίγουρα ο καθένας μας έχει υπάρξει Γιωργάκος, στα γκομενικά ή επαγγελματικά του, λιγότερες ή περισσότερες φορές.
Για μένα, μια παρόμοια περίοδος στη ζωή μου με έκανε να αναζητήσω απαντήσεις, όταν όλα πήγαιναν στραβά. Ήθελα να αλλάξω, να πάρω μερικές καταστάσεις στα χέρια μου, να βελτιωθώ και σίγουρα να έχω περισσότερες επιτυχίες με τις γυναίκες. Δεν ήθελα να ακούω, όμως, την αποψάρα του καθενός. Αντιθέτως, αναζητούσα επιστημονική γνώση και ανθρώπους ήδη πετυχημένους.
Κάπως έτσι μια τυχαία αναζήτηση στο google με έφερε στο GenlemenOnly, παρακολούθησα το δωρεάν σεμινάριο και με αφορμή αυτό, σιγά σιγά είδα τη ζωή μου να μεταβάλλεται.. Μερικές φορές, μάλιστα, εύχομαι το Μαράκι να με είχε χωρίσει νωρίτερα..